- ὑμετέρῳ
- вашемвашей
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑμετέρω — ὑ̱μετέρω , ὑμέτερος your masc/neut nom/voc/acc dual ὑ̱μετέρω , ὑμέτερος your masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμετέρῳ — ὑ̱μετέρῳ , ὑμέτερος your masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek